Στροφή των ξένων επενδυτών σε ακίνητα της Θεσσαλονίκης


Θετικές προοπτικές διαβλέπουν στην αγορά ακινήτων της Θεσσαλονίκης επενδυτές που δραστηριοποιούνται σε αγορές του εξωτερικού, όπως το Ισραήλ, δίνοντας έμφαση στη Βόρεια Ελλάδα. 

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης Μεσιτών Ελλάδος, κ. Μανομενίδη, παρατηρείται ότι επενδυτές φεύγουν από κάποιες αγορές που πήραν υπεραξίες και αυτό το είδαμε πάρα πολύ έντονα στη Θεσσαλονίκη, από επενδυτές που είχαν ακίνητα στο Ισραήλ και την Κωνσταντινούπολη. Εκεί πλέον, θεώρησαν ότι οι τιμές είχαν φτάσει στο ανώτερο σημείο, οπότε ξεκίνησαν να πουλάνε ακίνητα σε εκείνες τις περιοχές και θεώρησαν ότι η Ελλάδα είναι μία πολλά υποσχόμενη περιοχή στην αγορά ακινήτων.

Παρουσιάζοντας την κινητικότητα που καταγράφεται στον χώρο της αγοράς ακινήτων,  ο κ. Μανομενίδης τόνισε πως πρόκειται για επενδυτές που έχουν επενδύσει σε πολλά μικρά διαμερίσματα ή σε πολύ μεγάλα κτίρια. ‘Αυτό που βλέπουμε είναι είτε πολύ μικρά ακίνητα, αλλά μπορεί και πολλά μικρά, δηλαδή υπάρχουν επενδυτές που έχουν επενδύσει σε πάνω από 60 διαμερισματάκια, είτε πολύ μεγάλα κτίρια. Δεν υπάρχει ενδιάμεση αγορά. Δηλαδή, η αγορά των 150.000 μεχρι 300.000 δεν υπάρχει , υπάρχουν πολλές μικρές αγορές.

Πλέον, σύμφωνα με τον κ. Μανομενίδη, η κατώτερη τιμή για ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης διαμορφώνεται στα 700 ευρώ/ανα τ.μ. ενώ πριν από δύο χρόια ήταν στα 400-500 ευρώ (για παλιό διαμέρισμα).

Αυτή η νέα εξέλιξη προστίθεται στο σταθερό ενδιαφέρον των ξένων αγοραστών – κυρίως όσως προερχονται από βαλκανικές χώρες – το οποίο ήταν ιδιαίτερα έκδηλο και την περίοδο της κρίσης. ‘Οι ξένοι αγοραστές την περίοδο της κρίσης ήταν οι βασικοί επενδυτές στην Ελλάδα. Στη Βόρεια Ελλάδα, είχαμε παρα πολλούς Βαλκάνιους που έκαναν μικρές επενδύσεις, δηλαδή από 15.000 μέχρι το ανώτερο 100.000 ευρώ. Οι περισσότερες συναλλαγές περίπου ήταν στα 50.000ευρώ. Σε μικρά διαμερίσματα κυρίως μέσα στην πόλη, αλλά είχαν παρατηρηθεί – και τελευταία έχουν αυξηθεί πάρα πολύ – συναλλαγές στα κοντινά παράλια, Αγ.Τριάδα, Περαία, κάτι που γινόταν σταθερά τα τελευταία έξι με επτά χρόνια’ τόνισε ο κ. Μανομενίδης.

SOURCE: Σοφία Παπαδοπούλου, Parallaxi